- διχᾶσαι
- διχάωpres ind mp 2nd sgδιχάωpres part act fem nom/voc pl (doric)διχάωaor inf act (doric aeolic)διχάζωdivide in twofut part act fem nom/voc pl (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διχάσαι — διχά̱σᾱͅ , διχάω pres part act fem dat sg (doric) διχά̱σαῑ , διχάω aor opt act 3rd sg (doric aeolic) διχά̱σᾱͅ , διχάζω divide in two fut part act fem dat sg (doric) διχάζω divide in two aor inf act διχάσαῑ , διχάζω divide in two aor opt act 3rd … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νύφη — και νύμφη, η (ΑΜ νύμφη, Α δωρ. τ. νύμφα Μ και νύφη) 1. γυναίκα που τελεί ή τέλεσε πρόσφατα τους γάμους της, νιόπαντρη 2. η σύζυγος τού γιου σε σχέση με τους γονείς του («διχάσαι νύμφην κατά τής πενθερᾱς αὐτής», ΚΔ) 3. η σύζυγος ενός από τους… … Dictionary of Greek